- άγριος
- Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που βρίσκονται σε πρωτόγονη κατάσταση.
Ως άγρια ζώα (βλ. λ.)χαρακτηρίζονται εξάλλου τα ζώα που δεν εξουσιάζονται από τους ανθρώπους, αλλά ζουν σε συνθήκες φυσικής ελευθερίας.
* * *-ια, -ιο (Α ἄγριος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον)1. (για ζώα) αυτός που ζει στους αγρούς, μακριά από κατοικημένους τόπους, μη εξημερωμένος, ανήμεροςμε την ίδια σημασία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πληθ. ουδ. a-ki-ri-ja)2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει σε πρωτόγονη κατάσταση, απολίτιστος, βάρβαρος, αγροίκος, ακοινώνητος3. (για τόπους) αυτός που δεν καλλιεργείται, χέρσος, τραχύς και έρημος4. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του και μεγαλώνει χωρίς ανθρώπινη φροντίδα, ο αυτοφυής, ο μη ήμερος5. αυτός που προέρχεται από άγριο φυτό6. σκληρός, τραχύς, βίαιος, απότομος, σκαιός7. ο υπερβολικά μεγάλος, ισχυρός, δριμύς, έντονος, σφοδρός, ισχυρός8. αυτός που εμπνέει τρόμο, τρομερός, φοβερόςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει στην άγρια φυλή, κανίβαλος, ανθρωποφάγος, αγριάνθρωπος2. ο όμοιος με αγριάνθρωπο στην όψη ή τη συμπεριφορά, φοβερός, άσχημος, απολίτιστος3. ατίθασος, ανυπόκτακτος4. (για επιφάνειες) ο μη λείος, σκληρός, τραχύς5. (επίρρ. φρ.) «με το άγριο», βάναυσα, απότομα, σκληρά, βίαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός.ΠΑΡ. αρχ. ἀγριαίνω, ἀγριάς, ἀγρίζομαι, ἀγριμαῖος, ἀγριόεις, ἀγριώδηςμσν.ἀγριώνωνεοελλ.αγρία, αγριάδα ΙΙ, αγριότητα, αγριούτσικος.ΣΥΝΘ. Το αγριο- ως α΄ συνθ. παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα τόσο στην αρχ. όσο και στη νεοελλ. π.χ. αρχ. ἀγριόμορφος, ἀγριοπηγός, ἀγριοποιός νεοελλ. αγριο-καίρι, αγριο-κάτσικο, αγριο-κοιτάζω, αγριο-λογώ, αγριο-μανώ, αγριο-μιλώ].
Dictionary of Greek. 2013.